Translation meaning & definition of the word "usage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρήση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Usage
[Χρήση]/jusəʤ/
noun
1. The act of using
- "He warned against the use of narcotic drugs"
- "Skilled in the utilization of computers"
- synonym:
- use ,
- usage ,
- utilization ,
- utilisation ,
- employment ,
- exercise
1. Η πράξη της χρήσης
- "Προειδοποίησε κατά της χρήσης ναρκωτικών"
- "Ειδικευμένος στη χρήση των υπολογιστών"
- συνώνυμο:
- χρησιμοποιώ ,
- χρήση ,
- χρησιμοποίηση ,
- απασχόληση ,
- άσκηση
2. Accepted or habitual practice
- synonym:
- custom ,
- usage ,
- usance
2. Αποδεκτή ή συνήθης πρακτική
- συνώνυμο:
- προσαρμοσμένη ,
- χρήση ,
- χρηστικότητα
3. The customary manner in which a language (or a form of a language) is spoken or written
- "English usage"
- "A usage borrowed from french"
- synonym:
- usage
3. Ο συνηθισμένος τρόπος με τον οποίο μια γλώσσα (ή μια μορφή μιας γλώσσας) ομιλείται ή γράφεται
- "Αγγλική χρήση"
- "Μια χρήση δανεισμένη από τα γαλλικά"
- συνώνυμο:
- χρήση