Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "usable" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρησιμοποιήσιμη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Usable

[Χρησιμοποιήσιμος]
/juzəbəl/

adjective

1. Capable of being put to use

  • "Usable byproducts"
    synonym:
  • useable
  • ,
  • usable

1. Ικανό να χρησιμοποιηθεί

  • "Χρησιμοποιήσιμα υποπροϊόντα"
    συνώνυμο:
  • χρησιμοποιήσιμοσ

2. Fit or ready for use or service

  • "The toaster was still functional even after being dropped"
  • "The lawnmower is a bit rusty but still usable"
  • "An operational aircraft"
  • "The dishwasher is now in working order"
    synonym:
  • functional
  • ,
  • usable
  • ,
  • useable
  • ,
  • operable
  • ,
  • operational

2. Εφαρμογή ή έτοιμο για χρήση ή εξυπηρέτηση

  • "Η τοστιέρα ήταν ακόμα λειτουργική ακόμα και μετά την πτώση"
  • "Η χλοοκοπτική μηχανή είναι λίγο σκουριασμένη αλλά ακόμα χρήσιμη"
  • "Επιχειρησιακό αεροσκάφος"
  • "Το πλυντήριο πιάτων είναι τώρα σε κατάσταση λειτουργίας"
    συνώνυμο:
  • λειτουργικός
  • ,
  • χρησιμοποιήσιμοσ
  • ,
  • λειτουργήσιμοσ

3. Convenient for use or disposal

  • "The house is available after july 1"
  • "2000 square feet of usable office space"
    synonym:
  • available
  • ,
  • usable
  • ,
  • useable

3. Κατάλληλος για τη χρήση ή τη διάθεση

  • "Το σπίτι είναι διαθέσιμο μετά την 1η ιουλίου"
  • "2000 τετραγωνικά πόδια του χρησιμοποιήσιμου χώρου γραφείων"
    συνώνυμο:
  • διαθέσιμος
  • ,
  • χρησιμοποιήσιμοσ