Translation meaning & definition of the word "urn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κερας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Urn
[Ουρν]/ərn/
noun
1. A large vase that usually has a pedestal or feet
- synonym:
- urn
1. Ένα μεγάλο βάζο που έχει συνήθως ένα βάθρο ή πόδια
- συνώνυμο:
- επιστροφή
2. A large pot for making coffee or tea
- synonym:
- urn
2. Ένα μεγάλο δοχείο για την παρασκευή καφέ ή τσαγιού
- συνώνυμο:
- επιστροφή