Translation meaning & definition of the word "urging" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μαρτύριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Urging
[Προτρέποντασ]/ərʤɪŋ/
noun
1. A verbalization that encourages you to attempt something
- "The ceaseless prodding got on his nerves"
- synonym:
- goad ,
- goading ,
- prod ,
- prodding ,
- urging ,
- spur ,
- spurring
1. Μια λεκτική που σας ενθαρρύνει να δοκιμάσετε κάτι
- "Η αδιάκοπη περιπλάνηση πήρε στα νεύρα του"
- συνώνυμο:
- παλιάνθρωποσ ,
- επιβάτησ ,
- παραπονιέμαι ,
- προετοιμασία ,
- προτρέποντασ ,
- σπείρωμα ,
- περιπλανώμενοσ
2. The act of earnestly supporting or encouraging
- synonym:
- urging
2. Η πράξη της ειλικρινούς υποστήριξης ή ενθάρρυνσης
- συνώνυμο:
- προτρέποντασ
3. Insistent solicitation and entreaty
- "His importunity left me no alternative but to agree"
- synonym:
- importunity ,
- urgency ,
- urging
3. Επίμονη παράκληση και παρακίνηση
- "Η εισαγωγική του ενότητα δεν μου άφησε άλλη εναλλακτική από το να συμφωνήσω"
- συνώνυμο:
- εισαγωγικότητα ,
- επείγον ,
- προτρέποντασ