Translation meaning & definition of the word "urgency" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επείγουσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Urgency
[Επείγον]/ərʤənsi/
noun
1. The state of being urgent
- An earnest and insistent necessity
- synonym:
- urgency
1. Η κατάσταση είναι επείγουσα
- Μια ειλικρινής και επίμονη ανάγκη
- συνώνυμο:
- επείγον
2. Pressing importance requiring speedy action
- "The urgency of his need"
- synonym:
- urgency
2. Πιεστική σημασία που απαιτεί ταχεία δράση
- "Το επείγον της ανάγκης του"
- συνώνυμο:
- επείγον
3. An urgent situation calling for prompt action
- "I'll be there, barring any urgencies"
- "They departed hurriedly because of some great urgency in their affairs"
- synonym:
- urgency
3. Μια επείγουσα κατάσταση που απαιτεί άμεση δράση
- "Θα είμαι εκεί, απαγορεύοντας οποιαδήποτε ευρηματικότητα"
- "Έφυγαν βιαστικά λόγω κάποιου μεγάλου επείγοντος στις υποθέσεις τους"
- συνώνυμο:
- επείγον
4. Insistent solicitation and entreaty
- "His importunity left me no alternative but to agree"
- synonym:
- importunity ,
- urgency ,
- urging
4. Επίμονη παράκληση και παρακίνηση
- "Η εισαγωγική του ενότητα δεν μου άφησε άλλη εναλλακτική από το να συμφωνήσω"
- συνώνυμο:
- εισαγωγικότητα ,
- επείγον ,
- προτρέποντασ