Translation meaning & definition of the word "urbanization" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστανοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Urbanization
[Αστικοποίηση]/ərbənəzeʃən/
noun
1. The condition of being urbanized
- synonym:
- urbanization ,
- urbanisation
1. Η κατάσταση της αστικοποίησης
- συνώνυμο:
- αστικοποίηση
2. The social process whereby cities grow and societies become more urban
- synonym:
- urbanization ,
- urbanisation
2. Η κοινωνική διαδικασία με την οποία οι πόλεις αναπτύσσονται και οι κοινωνίες γίνονται πιο αστικές
- συνώνυμο:
- αστικοποίηση