Translation meaning & definition of the word "uranium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ουράνιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Uranium
[Ουράνιο]/jəreniəm/
noun
1. A heavy toxic silvery-white radioactive metallic element
- Occurs in many isotopes
- Used for nuclear fuels and nuclear weapons
- synonym:
- uranium ,
- U ,
- atomic number 92
1. Ένα βαρύ τοξικό ασημί-λευκό ραδιενεργό μεταλλικό στοιχείο
- Εμφανίζεται σε πολλά ισότοπα
- Χρησιμοποιείται για πυρηνικά καύσιμα και πυρηνικά όπλα
- συνώνυμο:
- ουράνιο ,
- Ε ,
- ατομικός αριθμός 92