Translation meaning & definition of the word "ur" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμείς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ur
[Ουρ]/ər/
noun
1. An ancient city of sumer located on a former channel of the euphrates river
- synonym:
- Ur
1. Μια αρχαία πόλη του σουμέρ που βρίσκεται σε ένα πρώην κανάλι του ποταμού ευφράτη
- συνώνυμο:
- Ουρ