Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "upset" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναστάτωση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Upset

[Ανατροπή]
/əpsɛt/

noun

1. An unhappy and worried mental state

  • "There was too much anger and disturbance"
  • "She didn't realize the upset she caused me"
    synonym:
  • disturbance
  • ,
  • perturbation
  • ,
  • upset

1. Μια δυστυχισμένη και ανήσυχη ψυχική κατάσταση

  • "Υπήρχε πάρα πολύς θυμός και αναστάτωση"
  • "Δεν συνειδητοποίησε την αναστάτωση που μου προκάλεσε"
    συνώνυμο:
  • διαταραχή
  • ,
  • αναστατωμένος

2. The act of disturbing the mind or body

  • "His carelessness could have caused an ecological upset"
  • "She was unprepared for this sudden overthrow of their normal way of living"
    synonym:
  • upset
  • ,
  • derangement
  • ,
  • overthrow

2. Η πράξη της ενόχλησης του μυαλού ή του σώματος

  • "Η απροσεξία του θα μπορούσε να προκαλέσει οικολογική αναστάτωση"
  • "Ήταν απροετοίμαστη για αυτή την ξαφνική ανατροπή του κανονικού τρόπου ζωής"
    συνώνυμο:
  • αναστατωμένος
  • ,
  • διαταραχή
  • ,
  • ανατροπή

3. A physical condition in which there is a disturbance of normal functioning

  • "The doctor prescribed some medicine for the disorder"
  • "Everyone gets stomach upsets from time to time"
    synonym:
  • disorder
  • ,
  • upset

3. Μια φυσική κατάσταση στην οποία υπάρχει διαταραχή της φυσιολογικής λειτουργίας

  • "Ο γιατρός συνταγογράφησε κάποιο φάρμακο για τη διαταραχή"
  • "Όλοι παίρνουν αναστάτωση του στομάχου από καιρό σε καιρό"
    συνώνυμο:
  • διαταραχή
  • ,
  • αναστατωμένος

4. A tool used to thicken or spread metal (the end of a bar or a rivet etc.) by forging or hammering or swaging

    synonym:
  • upset
  • ,
  • swage

4. Ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για την πάχυνση ή την εξάπλωση μετάλλου (το άκρο ενός ράβδου ή ενός πριτσίνι κλπ.) με σφυρηλάτηση ή σφυρη

    συνώνυμο:
  • αναστατωμένος
  • ,
  • επιρροή

5. The act of upsetting something

  • "He was badly bruised by the upset of his sled at a high speed"
    synonym:
  • upset
  • ,
  • overturn
  • ,
  • turnover

5. Η πράξη της αναστάτωσης κάτι

  • "Ήταν πολύ μελανιασμένος από την αναστάτωση του έλκηθρου του με μεγάλη ταχύτητα"
    συνώνυμο:
  • αναστατωμένος
  • ,
  • ανατρέπω
  • ,
  • κύκλος εργασιών

6. An improbable and unexpected victory

  • "The biggest upset since david beat goliath"
    synonym:
  • overturn
  • ,
  • upset

6. Μια απίθανη και απρόσμενη νίκη

  • "Η μεγαλύτερη αναστάτωση από τότε που ο δαβίδ νίκησε τον γολιάθ"
    συνώνυμο:
  • ανατρέπω
  • ,
  • αναστατωμένος

verb

1. Disturb the balance or stability of

  • "The hostile talks upset the peaceful relations between the two countries"
    synonym:
  • upset

1. Διαταράξτε την ισορροπία ή τη σταθερότητα του

  • "Οι εχθρικές συνομιλίες αναστάτωσαν τις ειρηνικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών"
    συνώνυμο:
  • αναστατωμένος

2. Cause to lose one's composure

    synonym:
  • upset
  • ,
  • discompose
  • ,
  • untune
  • ,
  • disconcert
  • ,
  • discomfit

2. Επειδή χάνεις την ψυχραιμία κάποιου

    συνώνυμο:
  • αναστατωμένος
  • ,
  • αποσυνθέτω
  • ,
  • ακυρώνω
  • ,
  • ανησυχείτε
  • ,
  • αντιπαραθέσεισ

3. Move deeply

  • "This book upset me"
  • "A troubling thought"
    synonym:
  • disturb
  • ,
  • upset
  • ,
  • trouble

3. Κινηθείτε βαθιά

  • "Αυτό το βιβλίο με ενόχλησε"
  • "Ανησυχητική σκέψη"
    συνώνυμο:
  • ενοχλώ
  • ,
  • αναστατωμένος
  • ,
  • πρόβλημα

4. Cause to overturn from an upright or normal position

  • "The cat knocked over the flower vase"
  • "The clumsy customer turned over the vase"
  • "He tumped over his beer"
    synonym:
  • overturn
  • ,
  • tip over
  • ,
  • turn over
  • ,
  • upset
  • ,
  • knock over
  • ,
  • bowl over
  • ,
  • tump over

4. Αιτία για να ανατραπεί από μια όρθια ή κανονική θέση

  • "Η γάτα χτύπησε πάνω από το βάζο λουλουδιών"
  • "Ο αδέξιος πελάτης γύρισε το βάζο"
  • "Πέφτει πάνω από την μπύρα του"
    συνώνυμο:
  • ανατρέπω
  • ,
  • αναποδογυρίζω
  • ,
  • αναστατωμένος
  • ,
  • παραπαίω
  • ,
  • περνάω από το μπολ
  • ,
  • πετώ πάνω

5. Form metals with a swage

    synonym:
  • swage
  • ,
  • upset

5. Σχηματίστε μέταλλα με ένα μεταβλητό

    συνώνυμο:
  • επιρροή
  • ,
  • αναστατωμένος

6. Defeat suddenly and unexpectedly

  • "The foreign team upset the local team"
    synonym:
  • upset

6. Νίκη ξαφνικά και απροσδόκητα

  • "Η ξένη ομάδα αναστάτωσε την τοπική ομάδα"
    συνώνυμο:
  • αναστατωμένος

adjective

1. Afflicted with or marked by anxious uneasiness or trouble or grief

  • "Too upset to say anything"
  • "Spent many disquieted moments"
  • "Distressed about her son's leaving home"
  • "Lapsed into disturbed sleep"
  • "Worried parents"
  • "A worried frown"
  • "One last worried check of the sleeping children"
    synonym:
  • disquieted
  • ,
  • distressed
  • ,
  • disturbed
  • ,
  • upset
  • ,
  • worried

1. Προσβεβλημένος ή χαρακτηρισμένος από την ανήσυχη ανησυχία ή το πρόβλημα ή τη θλίψη

  • "Πολύ αναστατωμένος να πω οτιδήποτε"
  • "Πέρασε πολλές ανησυχητικές στιγμές"
  • "Ντυμένος για την αποχώρηση του γιου της από το σπίτι"
  • "Μείνει σε διαταραγμένο ύπνο"
  • "Χειρότεροι γονείς"
  • "Ένα ανήσυχο συνοφρύωμα"
  • "Ένας τελευταίος ανήσυχος έλεγχος των παιδιών που κοιμούνται"
    συνώνυμο:
  • ανησυχία
  • ,
  • αναστατωμένος
  • ,
  • ενοχλημένος
  • ,
  • ανήσυχος

2. Thrown into a state of disarray or confusion

  • "Troops fleeing in broken ranks"
  • "A confused mass of papers on the desk"
  • "The small disordered room"
  • "With everything so upset"
    synonym:
  • broken
  • ,
  • confused
  • ,
  • disordered
  • ,
  • upset

2. Ρίχνεται σε κατάσταση αταξίας ή σύγχυσης

  • "Οι σταυροί φεύγουν σε σπασμένες τάξεις"
  • "Μια μπερδεμένη μάζα χαρτιών στο γραφείο"
  • "Το μικρό διαταραγμένο δωμάτιο"
  • "Με όλα τόσο αναστατωμένα"
    συνώνυμο:
  • σπασμένος
  • ,
  • μπερδεμένος
  • ,
  • διαταραγμένο
  • ,
  • αναστατωμένος

3. Used of an unexpected defeat of a team favored to win

  • "The bills' upset victory over the houston oilers"
    synonym:
  • upset(a)

3. Χρησιμοποιείται από μια απροσδόκητη ήττα μιας ομάδας που ευνοήθηκε να κερδίσει

  • "Η νίκη του μπιλς αναστάτωσε τους χιούστον πετρέλαιους"
    συνώνυμο:
  • αναστυ(

4. Mildly physically distressed

  • "An upset stomach"
    synonym:
  • upset

4. Ήπια σωματικά αναστατωμένος

  • "Ένα στομαχικό στομάχι"
    συνώνυμο:
  • αναστατωμένος

5. Having been turned so that the bottom is no longer the bottom

  • "An overturned car"
  • "The upset pitcher of milk"
  • "Sat on an upturned bucket"
    synonym:
  • overturned
  • ,
  • upset
  • ,
  • upturned

5. Έχοντας γυρίσει έτσι ώστε το κάτω μέρος να μην είναι πλέον το κάτω μέρος

  • "Ένα ανατρεπόμενο αυτοκίνητο"
  • "Η αναστατωμένη στάμνα γάλακτος"
  • "Καθίστε σε έναν ανεστραμμένο κάδο"
    συνώνυμο:
  • ανατράπηκε
  • ,
  • αναστατωμένος
  • ,
  • ανατρεπόμενο

Examples of using

Mary's email was very terse and it was clear that she was upset about something.
Το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Μαίρης ήταν πολύ τεράστιο και ήταν σαφές ότι ήταν αναστατωμένη για κάτι.
Why are you so upset?
Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένος?
Why are you getting so upset?
Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένος?