Translation meaning & definition of the word "uproar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανατροπή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Uproar
[Ουπροάρ]/əprɔr/
noun
1. A state of commotion and noise and confusion
- synonym:
- tumult ,
- tumultuousness ,
- uproar ,
- garboil
1. Κατάσταση αναστάτωσης και θορύβου και σύγχυσης
- συνώνυμο:
- ταραχή ,
- ταραχώδεσ ,
- αναταραχή ,
- γκαρμπόη
2. Loud confused noise from many sources
- synonym:
- hubbub ,
- uproar ,
- brouhaha ,
- katzenjammer
2. Μπερδεμένος θόρυβος από πολλές πηγές
- συνώνυμο:
- παρελκόμενοσ ,
- αναταραχή ,
- μπρούχαχα ,
- κατζεντζαμέρ
Examples of using
On the day of my birthday, my friends made me drink and I caused quite an uproar.
Την ημέρα των γενεθλίων μου, οι φίλοι μου με έκαναν να πιω και προκάλεσα αρκετή αναταραχή.