Translation meaning & definition of the word "upright" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "όρθια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Upright
[Όρθιος]/əpraɪt/
noun
1. A vertical structural member as a post or stake
- "The ball sailed between the uprights"
- synonym:
- upright ,
- vertical
1. Ένα κάθετο δομικό μέλος ως στύλος ή πάσσαλος
- "Η μπάλα έπλευσε ανάμεσα στους ορθοστάτες"
- συνώνυμο:
- όρθιος ,
- κάθετος
2. A piano with a vertical sounding board
- synonym:
- upright ,
- upright piano
2. Ένα πιάνο με κάθετο ηχητικό πίνακα
- συνώνυμο:
- όρθιος ,
- όρθιο πιάνο
adjective
1. In a vertical position
- Not sloping
- "An upright post"
- synonym:
- upright ,
- unsloped
1. Σε κάθετη θέση
- Όχι επικλινές
- "Ένας όρθιος στύλος"
- συνώνυμο:
- όρθιος ,
- ακλόνητοσ
2. Of moral excellence
- "A genuinely good person"
- "A just cause"
- "An upright and respectable man"
- synonym:
- good ,
- just ,
- upright
2. Ηθικής αριστείας
- "Ένας πραγματικά καλός άνθρωπος"
- "Μια δίκαιη αιτία"
- "Ένας όρθιος και αξιοσέβαστος άνθρωπος"
- συνώνυμο:
- καλός ,
- μόλις ,
- όρθιος
3. Upright in position or posture
- "An erect stature"
- "Erect flower stalks"
- "For a dog, an erect tail indicates aggression"
- "A column still vertical amid the ruins"
- "He sat bolt upright"
- synonym:
- erect ,
- vertical ,
- upright
3. Όρθια στη θέση ή στη στάση του σώματος
- "Ένα όρθιο ανάστημα"
- "Όρθιοι μίσχοι λουλουδιών"
- "Για έναν σκύλο, μια όρθια ουρά υποδηλώνει επιθετικότητα"
- "Μια στήλη ακόμα κάθετη ανάμεσα στα ερείπια"
- "Κάθισε όρθιο το μπουλόνι"
- συνώνυμο:
- στύση ,
- κάθετος ,
- όρθιος