Translation meaning & definition of the word "upland" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπεράνω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Upland
[Αναβαθμισμένη]/əplənd/
noun
1. Elevated (e.g., mountainous) land
- synonym:
- highland ,
- upland
1. Υπερυψωμένο (π.χ., ορεινή ) γη
- συνώνυμο:
- ορεινή ,
- ανώτατο όριο
adjective
1. Used of high or hilly country
- synonym:
- upland ,
- highland(a)
1. Χρησιμοποιημένος της υψηλής ή λοφώδης χώρας
- συνώνυμο:
- ανώτατο όριο ,
- υψηλολανδ(α)