Translation meaning & definition of the word "uphold" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παλιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Uphold
[Επικαλυμμένοσ]/əphoʊld/
verb
1. Keep or maintain in unaltered condition
- Cause to remain or last
- "Preserve the peace in the family"
- "Continue the family tradition"
- "Carry on the old traditions"
- synonym:
- continue ,
- uphold ,
- carry on ,
- bear on ,
- preserve
1. Διατηρήστε ή διατηρήστε σε αμετάβλητη κατάσταση
- Αιτία να παραμείνει ή να διαρκέσει
- "Διατήρηση της ειρήνης στην οικογένεια"
- "Συνεχίστε την οικογενειακή παράδοση"
- "Φροντίστε για τις παλιές παραδόσεις"
- συνώνυμο:
- συνεχίζω ,
- υποστηρίζω ,
- αναποτιμώ ,
- διατηρώ
2. Stand up for
- Stick up for
- Of causes, principles, or ideals
- synonym:
- uphold
2. Υποστηρίζω
- Επιτίθεμαι
- Αιτίες, αρχές ή ιδανικά
- συνώνυμο:
- υποστηρίζω
3. Support against an opponent
- "The appellate court upheld the verdict"
- synonym:
- uphold ,
- maintain
3. Υποστήριξη εναντίον ενός αντιπάλου
- "Το εφετείο επικύρωσε την ετυμηγορία"
- συνώνυμο:
- υποστηρίζω ,
- διατηρώ