Translation meaning & definition of the word "upgrade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναβάθμιση" στην ελληνική γλώσσα
Upgrade
[Αναβάθμιση]noun
1. An upward slope or grade (as in a road)
- "The car couldn't make it up the rise"
- synonym:
- ascent ,
- acclivity ,
- rise ,
- raise ,
- climb ,
- upgrade
1. Μια ανοδική κλίση ή βαθμός (ας σε ένα δρόμο)
- "Το αυτοκίνητο δεν θα μπορούσε να αποτελέσει την άνοδο"
- συνώνυμο:
- ανάβαση ,
- επαγρύπνηση ,
- αυξάνω ,
- ανεβαίνω ,
- αναβάθμιση
2. Software that provides better performance than an earlier version did
- synonym:
- upgrade
2. Λογισμικό που παρέχει καλύτερη απόδοση από μια προηγούμενη έκδοση
- συνώνυμο:
- αναβάθμιση
3. A reservation that is improved
- "I got an upgrade to first class when coach class was full"
- synonym:
- upgrade
3. Μια κράτηση που βελτιώνεται
- "Έλαβα μια αναβάθμιση στην πρώτη τάξη όταν το μάθημα του προπονητή ήταν γεμάτο"
- συνώνυμο:
- αναβάθμιση
4. The property possessed by a slope or surface that rises
- synonym:
- upgrade ,
- rise ,
- rising slope
4. Το ακίνητο που κατέχεται από μια κλίση ή επιφάνεια που ανεβαίνει
- συνώνυμο:
- αναβάθμιση ,
- αυξάνω ,
- ανερχόμενη πλαγιά
5. Hardware that provides better performance than an earlier version did
- synonym:
- upgrade
5. Υλικό που παρέχει καλύτερη απόδοση από μια προηγούμενη έκδοση
- συνώνυμο:
- αναβάθμιση
6. The act of improving something (especially machinery) by raising it to a higher grade (as by adding or replacing components)
- "The power plant received a new upgrade"
- synonym:
- upgrade
6. Η πράξη της βελτίωσης κάτι (ειδικά μηχανήματα) αυξάνοντάς το σε υψηλότερο βαθμό (α με την προσθήκη ή αντικατάσταση εξαρτημάτων)
- "Η μονάδα παραγωγής ενέργειας έλαβε νέα αναβάθμιση"
- συνώνυμο:
- αναβάθμιση
verb
1. Rate higher
- Raise in value or esteem
- synonym:
- upgrade
1. Ποσοστό υψηλότερο
- Αυξάνει σε αξία ή εκτίμηση
- συνώνυμο:
- αναβάθμιση
2. To improve what was old or outdated
- "I've upgraded my computer so i can run better software"
- "The company upgraded their personnel"
- synonym:
- upgrade
2. Να βελτιώσει αυτό που ήταν παλιό ή ξεπερασμένο
- "Αναβάθμισα τον υπολογιστή μου ώστε να μπορώ να τρέχω καλύτερο λογισμικό"
- "Η εταιρεία αναβάθμισε το προσωπικό της"
- συνώνυμο:
- αναβάθμιση
3. Give a promotion to or assign to a higher position
- "John was kicked upstairs when a replacement was hired"
- "Women tend not to advance in the major law firms"
- "I got promoted after many years of hard work"
- synonym:
- promote ,
- upgrade ,
- advance ,
- kick upstairs ,
- raise ,
- elevate
3. Δώστε μια προσφορά ή εκχωρήστε σε μια υψηλότερη θέση
- "Ο τζον κλωτσούσε στον επάνω όροφο όταν προσλήφθηκε ένας αντικαταστάτης"
- "Οι γυναίκες τείνουν να μην προχωρούν στις μεγάλες δικηγορικές εταιρείες"
- "Έχω προωθηθεί μετά από πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς"
- συνώνυμο:
- προωθώ ,
- αναβάθμιση ,
- προκαταβολή ,
- κλωτσιά πάνω ,
- αυξάνω ,
- ανυψώ
4. Get better travel conditions
- "I upgraded to first class when coach class was overbooked"
- synonym:
- upgrade
4. Βελτίωση των συνθηκών ταξιδιού
- "Αναβαθμίστηκα στην πρώτη θέση όταν η τάξη προπονητών ήταν υπεράριθμη"
- συνώνυμο:
- αναβάθμιση
5. Give better travel conditions to
- "The airline upgraded me when i arrived late and coach class was full"
- synonym:
- upgrade
5. Να παρέχουν καλύτερες συνθήκες ταξιδιού σε
- "Η αεροπορική εταιρεία με αναβάθμισε όταν έφτασα αργά και η τάξη προπονητή ήταν γεμάτη"
- συνώνυμο:
- αναβάθμιση