Translation meaning & definition of the word "up" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επάνω" στην ελληνική γλώσσα
Up
[Πάνω]verb
1. Raise
- "Up the ante"
- synonym:
- up
1. Αυξάνω
- "Από το προηγούμενο"
- συνώνυμο:
- ανεβαίνω
adjective
1. Being or moving higher in position or greater in some value
- Being above a former position or level
- "The anchor is up"
- "The sun is up"
- "He lay face up"
- "He is up by a pawn"
- "The market is up"
- "The corn is up"
- synonym:
- up
1. Είναι ή κινείται υψηλότερα στη θέση του ή μεγαλύτερα σε κάποια αξία
- Είναι πάνω από μια προηγούμενη θέση ή επίπεδο
- "Η άγκυρα είναι πάνω"
- "Ο ήλιος είναι πάνω"
- "Βάζει το πρόσωπο"
- "Είναι πάνω από ένα πιόνι"
- "Η αγορά είναι επάνω"
- "Το καλαμπόκι είναι πάνω"
- συνώνυμο:
- ανεβαίνω
2. Out of bed
- "Are they astir yet?"
- "Up by seven each morning"
- synonym:
- astir(p) ,
- up(p)
2. Από το κρεβάτι
- "Είναι ακόμα αστείο?"
- "Επτά κάθε πρωί"
- συνώνυμο:
- αστυ()<TAG1> ,
- ()<TAG1>
3. Getting higher or more vigorous
- "Its an up market"
- "An improving economy"
- synonym:
- improving ,
- up
3. Να γίνει υψηλότερη ή πιο έντονη
- "Είναι μια ανερχόμενη αγορά"
- "Βελτίωση της οικονομίας"
- συνώνυμο:
- βελτίωση ,
- ανεβαίνω
4. Extending or moving toward a higher place
- "The up staircase"
- "A general upward movement of fish"
- synonym:
- up(a) ,
- upward(a)
4. Επέκταση ή μετακίνηση προς ένα υψηλότερο μέρος
- "Η σκάλα πάνω"
- "Μια γενική ανοδική κίνηση των ψαριών"
- συνώνυμο:
- οπ(Α) ,
- ανοδ()
5. (usually followed by `on' or `for') in readiness
- "He was up on his homework"
- "Had to be up for the game"
- synonym:
- up(p)
5. (συνήθως ακολουθείται από `εντελώς' ή `για ') σε ετοιμότητα
- "Ήταν στην εργασία του"
- "Πρέπει να είμαι έτοιμος για το παιχνίδι"
- συνώνυμο:
- ()<TAG1>
6. Open
- "The windows are up"
- synonym:
- up
6. Ανοιχτός
- "Τα παράθυρα είναι επάνω"
- συνώνυμο:
- ανεβαίνω
7. (used of computers) operating properly
- "How soon will the computers be up?"
- synonym:
- up(p)
7. (χρησιμοποιείται από υπολογιστές) που λειτουργούν σωστά
- "Πόσο σύντομα θα είναι οι υπολογιστές?"
- συνώνυμο:
- ()<TAG1>
8. Used up
- "Time is up"
- synonym:
- up(p)
8. Εξαντλημένος
- "Ο χρόνος τελειώνει"
- συνώνυμο:
- ()<TAG1>
adverb
1. Spatially or metaphorically from a lower to a higher position
- "Look up!"
- "The music surged up"
- "The fragments flew upwards"
- "Prices soared upwards"
- "Upwardly mobile"
- synonym:
- up ,
- upwards ,
- upward ,
- upwardly
1. Χωρικά ή μεταφορικά από το χαμηλότερο στο υψηλότερο σημείο
- "Κοιτάξτε!"
- "Η μουσική ανατινάχθηκε"
- "Τα θραύσματα πέταξαν προς τα πάνω"
- "Οι τιμές ανέβηκαν προς τα πάνω"
- "Εξωστρεφώς κινητό"
- συνώνυμο:
- ανεβαίνω ,
- προς τα πάνω ,
- ανοδικά
2. To a higher intensity
- "He turned up the volume"
- synonym:
- up
2. Σε μεγαλύτερη ένταση
- "Εμφανίστηκε ο όγκος"
- συνώνυμο:
- ανεβαίνω
3. Nearer to the speaker
- "He walked up and grabbed my lapels"
- synonym:
- up
3. Πιο κοντά στον ομιλητή
- "Σηκώθηκε και άρπαξε τα πέταλά μου"
- συνώνυμο:
- ανεβαίνω
4. To a more central or a more northerly place
- "Was transferred up to headquarters"
- "Up to canada for a vacation"
- synonym:
- up
4. Σε ένα πιο κεντρικό ή πιο βόρειο μέρος
- "Μεταφέρθηκε στην έδρα"
- "Για διακοπές στον καναδά"
- συνώνυμο:
- ανεβαίνω
5. To a later time
- "They moved the meeting date up"
- "From childhood upward"
- synonym:
- up ,
- upwards ,
- upward
5. Σε μεταγενέστερο χρόνο
- "Μετακίνησαν την ημερομηνία της συνάντησης"
- "Από την παιδική ηλικία προς τα πάνω"
- συνώνυμο:
- ανεβαίνω ,
- προς τα πάνω