Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "unyielding" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απαλλαγή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Unyielding

[Ανεπιτήδευτοσ]
/ənjildɪŋ/

adjective

1. Stubbornly unyielding

  • "Dogged persistence"
  • "Dour determination"
  • "The most vocal and pertinacious of all the critics"
  • "A mind not gifted to discover truth but tenacious to hold it"- t.s.eliot
  • "Men tenacious of opinion"
    synonym:
  • dogged
  • ,
  • dour
  • ,
  • persistent
  • ,
  • pertinacious
  • ,
  • tenacious
  • ,
  • unyielding

1. Πεισματικά αποκλίνουσα

  • "Σκυμμένη επιμονή"
  • "Τρελή αποφασιστικότητα"
  • "Το πιο φωνητικό και διαταραγμένο από όλους τους κριτικούς"
  • "Ένας νους που δεν είναι προικισμένος να ανακαλύψει την αλήθεια, αλλά επίμονος να την κρατήσει"- τ.σ.ελιότ
  • "Άνδρες αντιπαράθεσης γνώμης"
    συνώνυμο:
  • περιπλανώμενοσ
  • ,
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • επίμονος
  • ,
  • αναλλοίωτοσ
  • ,
  • ανεπιτήδευτοσ

2. Resistant to physical force or pressure

  • "An unyielding head support"
    synonym:
  • unyielding

2. Ανθεκτικό στη φυσική δύναμη ή την πίεση

  • "Μια ανεπιφύλακτη υποστήριξη κεφαλής"
    συνώνυμο:
  • ανεπιτήδευτοσ