Translation meaning & definition of the word "unworthy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανάξιος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unworthy
[Ανίκανοσ]/ənwərði/
adjective
1. Lacking in value or merit
- "Dispel a student whose conduct is deemed unworthy"
- "Unworthy of forgiveness"
- synonym:
- unworthy
1. Ελλείψει αξίας ή αξίας
- "Αποστολή ενός μαθητή του οποίου η συμπεριφορά θεωρείται ανάξια"
- "Ανάξιος της συγχώρεσης"
- συνώνυμο:
- ανάξιοσ
2. Not deserving
- "The undeserving poor"
- synonym:
- undeserving ,
- unworthy
2. Δεν αξίζει
- "Οι ανάξιοι φτωχοί"
- συνώνυμο:
- ανάξιος ,
- ανάξιοσ
3. Morally reprehensible
- "Would do something as despicable as murder"
- "Ugly crimes"
- "The vile development of slavery appalled them"
- "A slimy little liar"
- synonym:
- despicable ,
- ugly ,
- vile ,
- slimy ,
- unworthy ,
- worthless ,
- wretched
3. Ηθικά κατακριτέα
- "Θα έκανα κάτι τόσο αποτρόπαιο όσο και η δολοφονία"
- "Εγκλήματα"
- "Η άθλια ανάπτυξη της δουλείας τους εξαπάτησε"
- "Ένας γλοιώδης μικρός ψεύτης"
- συνώνυμο:
- απεχθήσ ,
- άσχημοσ ,
- αχρείος ,
- γλοιώδησ ,
- ανάξιοσ ,
- άχρηστοσ ,
- αποτυγχάνω