Translation meaning & definition of the word "unwind" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αποφυγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unwind
[Ξετυλίγω]/ənwaɪnd/
verb
1. Reverse the winding or twisting of
- "Unwind a ball of yarn"
- synonym:
- unwind ,
- wind off ,
- unroll
1. Αντιστρέψτε την περιέλιξη ή τη συστροφή του
- "Απελευθερώστε μια μπάλα από νήματα"
- συνώνυμο:
- απελευθερώνω ,
- ανεμοδαρμένοσ ,
- ξετυλίγω
2. Separate the tangles of
- synonym:
- unwind ,
- disentangle
2. Διαχωρίστε τα μπλεξίματα του
- συνώνυμο:
- απελευθερώνω ,
- ξεμπλέκω
3. Become less tense, rest, or take one's ease
- "He relaxed in the hot tub"
- "Let's all relax after a hard day's work"
- synonym:
- relax ,
- loosen up ,
- unbend ,
- unwind ,
- decompress ,
- slow down
3. Γίνετε λιγότερο τεταμένοι, ξεκουραστείτε ή πάρτε την ευκολία κάποιου
- "Χαλάρωσε στο υδρομασάζ"
- "Ας χαλαρώσουμε όλοι μετά από μια δύσκολη μέρα"
- συνώνυμο:
- χαλαρώστε ,
- χαλαρώνω ,
- αποσυνδέω ,
- απελευθερώνω ,
- αποσυμπιέζω ,
- επιβραδύνω
4. Cause to feel relaxed
- "A hot bath always relaxes me"
- synonym:
- relax ,
- unstrain ,
- unlax ,
- loosen up ,
- unwind ,
- make relaxed
4. Επιτρέπει να αισθάνεστε χαλαροί
- "Ένα ζεστό μπάνιο πάντα με χαλαρώνει"
- συνώνυμο:
- χαλαρώστε ,
- ξεκολλώ ,
- αποσυνδέω ,
- χαλαρώνω ,
- απελευθερώνω