Translation meaning & definition of the word "unwell" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unwell
[Άνευ]/ənwɛl/
adjective
1. Somewhat ill or prone to illness
- "My poor ailing grandmother"
- "Feeling a bit indisposed today"
- "You look a little peaked"
- "Feeling poorly"
- "A sickly child"
- "Is unwell and can't come to work"
- synonym:
- ailing ,
- indisposed ,
- peaked(p) ,
- poorly(p) ,
- sickly ,
- unwell ,
- under the weather ,
- seedy
1. Κάπως άρρωστος ή επιρρεπής σε ασθένεια
- "Η καημένη μου γιαγιά"
- "Αισθάνεστε λίγο απερίσκεπτοι σήμερα"
- "Φαίνεσαι λίγο πιο παραγεμισμένος"
- "Νιώθεις άσχημα"
- "Ένα ασθενικό παιδί"
- "Είναι αδιαθεσία και δεν μπορεί να έρθει στη δουλειά"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ ,
- απρόθυμος ,
- παιδε()<TAG1> ,
- κακώς()<TAG1> ,
- άρρωστα ,
- αδιαθεσία ,
- κάτω από τον καιρό ,
- σπόροι
Examples of using
He came to school even though he was unwell.
Ήρθε στο σχολείο παρόλο που δεν ήταν καλά.