Translation meaning & definition of the word "unwelcome" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεπιθύμητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unwelcome
[Ανεπιθύμητοσ]/ənwɛlkəm/
adjective
1. Not welcome
- Not giving pleasure or received with pleasure
- "Unwelcome publicity"
- "Unwelcome interruptions"
- "Unwelcome visitors"
- synonym:
- unwelcome
1. Δεν είναι ευπρόσδεκτη
- Δεν δίνει ευχαρίστηση ή δεν λαμβάνεται με ευχαρίστηση
- "Ανεπιθύμητη δημοσιότητα"
- "Ανεπιθύμητες διακοπές"
- "Ανεπιθύμητοι επισκέπτες"
- συνώνυμο:
- ανεπιθύμητοσ
2. Not welcome
- "Unwelcome publicity"
- synonym:
- unwelcome ,
- unwished ,
- unwished-for
2. Δεν είναι ευπρόσδεκτη
- "Ανεπιθύμητη δημοσιότητα"
- συνώνυμο:
- ανεπιθύμητοσ ,
- ανεπαρκής ,
- ανεπιθύμητος