Translation meaning & definition of the word "unwarranted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μη εγγυημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unwarranted
[Ανεπίδεκτοσ]/ənwɔrəntɪd/
adjective
1. Incapable of being justified or explained
- synonym:
- indefensible ,
- insupportable ,
- unjustifiable ,
- unwarrantable ,
- unwarranted
1. Ανίκανος να δικαιολογηθεί ή να εξηγηθεί
- συνώνυμο:
- αδιάφορο ,
- ανυπόφορος ,
- αδικαιολόγητοσ
2. Without a basis in reason or fact
- "Baseless gossip"
- "The allegations proved groundless"
- "Idle fears"
- "Unfounded suspicions"
- "Unwarranted jealousy"
- synonym:
- baseless ,
- groundless ,
- idle ,
- unfounded ,
- unwarranted ,
- wild
2. Χωρίς βάση στη λογική ή στην πραγματικότητα
- "Αβαστικό κουτσομπολιό"
- "Οι ισχυρισμοί αποδείχθηκαν αβάσιμοι"
- "Απερίσκεπτοι φόβοι"
- "Αβάσιμες υποψίες"
- "Ακατανόητη ζήλια"
- συνώνυμο:
- αβάσιμη ,
- αβάσιμος ,
- αδρανής ,
- αδικαιολόγητοσ ,
- άγριος
3. Lacking justification or authorization
- "Desire for undue private profit"
- "Unwarranted limitations of personal freedom"
- synonym:
- undue ,
- unjustified ,
- unwarranted
3. Ελλείψει αιτιολόγησης ή εξουσιοδότησης
- "Επιθυμία για αδικαιολόγητο ιδιωτικό κέρδος"
- "Αδικαιολόγητοι περιορισμοί της προσωπικής ελευθερίας"
- συνώνυμο:
- αδικαιολόγητοσ