Translation meaning & definition of the word "unveiling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποκαλυπτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unveiling
[Αποκαλυπτήρια]/ənvelɪŋ/
noun
1. Putting on display for the first time
- "He attended the unveiling of the statue"
- synonym:
- unveiling
1. Εκτίθεται για πρώτη φορά
- "Παρακολούθησε τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος"
- συνώνυμο:
- αποκαλύπτω
2. The act of beginning something new
- "They looked forward to the debut of their new product line"
- synonym:
- introduction ,
- debut ,
- first appearance ,
- launching ,
- unveiling ,
- entry
2. Η πράξη της αρχής κάτι καινούργιο
- "Ανυπομονούσαν για το ντεμπούτο της νέας γραμμής παραγωγής τους"
- συνώνυμο:
- εισαγωγή ,
- ντεμπούτο ,
- πρώτη εμφάνιση ,
- εκτόξευση ,
- αποκαλύπτω ,
- είσοδος