Translation meaning & definition of the word "unveil" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γελοιοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unveil
[Αποκαλύπτω]/ənvel/
verb
1. Remove the veil from
- "Women must not unveil themselves in public in islamic societies"
- synonym:
- unveil
1. Αφαιρέστε το πέπλο από
- "Οι γυναίκες δεν πρέπει να αποκαλύπτονται δημόσια στις ισλαμικές κοινωνίες"
- συνώνυμο:
- αποκαλύπτω
2. Make visible
- "Summer brings out bright clothes"
- "He brings out the best in her"
- synonym:
- uncover ,
- bring out ,
- unveil ,
- reveal
2. Κάνω ορατό
- "Καλοκαίρι βγάζει φωτεινά ρούχα"
- "Αναδεικνύει το καλύτερο σε αυτήν"
- συνώνυμο:
- αποκαλύπτω ,
- βγάζω
3. Remove the cover from
- "Unveil a painting"
- synonym:
- unveil
3. Αφαιρέστε το κάλυμμα από
- "Ξεσκεπάστε έναν πίνακα"
- συνώνυμο:
- αποκαλύπτω