Translation meaning & definition of the word "unusually" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασυνήθιστα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unusually
[Ασυνήθιστα]/ənjuʒuəli/
adverb
1. To a remarkable degree or extent
- "She was unusually tall"
- synonym:
- unusually ,
- remarkably ,
- outstandingly ,
- unco
1. Σε αξιοσημείωτο βαθμό ή έκταση
- "Ήταν ασυνήθιστα ψηλός"
- συνώνυμο:
- ασυνήθιστα ,
- εξαιρετικά ,
- αποσυνδέω
Examples of using
Tom is unusually quiet today.
Ο Τομ είναι ασυνήθιστα ήσυχος σήμερα.
The hotels here are kept unusually clean.
Τα ξενοδοχεία εδώ είναι ασυνήθιστα καθαρά.
This is an unusually long sentence.
Πρόκειται για μια ασυνήθιστα μακρά ποινή.