Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "unusual" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασυνήθιστο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Unusual

[Ασυνήθιστοσ]
/ənjuʒuəl/

adjective

1. Not usual or common or ordinary

  • "A scene of unusual beauty"
  • "A man of unusual ability"
  • "Cruel and unusual punishment"
  • "An unusual meteorite"
    synonym:
  • unusual

1. Δεν είναι συνηθισμένο ή κοινό ή συνηθισμένο

  • "Μια σκηνή ασυνήθιστης ομορφιάς"
  • "Ένας άνθρωπος ασυνήθιστης ικανότητας"
  • "Φαύλος και ασυνήθιστη τιμωρία"
  • "Ένας ασυνήθιστος μετεωρίτης"
    συνώνυμο:
  • ασυνήθιστος

2. Being definitely out of the ordinary and unexpected

  • Slightly odd or even a bit weird
  • "A strange exaltation that was indefinable"
  • "A strange fantastical mind"
  • "What a strange sense of humor she has"
    synonym:
  • strange
  • ,
  • unusual

2. Να είσαι σίγουρα έξω από το συνηθισμένο και απροσδόκητο

  • Ελαφρώς περίεργο ή ακόμα και λίγο περίεργο
  • "Μια παράξενη εξύψωση που ήταν απροσδιόριστη"
  • "Ένα παράξενο φανταστικό μυαλό"
  • "Τι παράξενη αίσθηση του χιούμορ που έχει"
    συνώνυμο:
  • παράξενος
  • ,
  • ασυνήθιστος

3. Not commonly encountered

  • "Two-career families are no longer unusual"
    synonym:
  • unusual

3. Δεν συναντώνται συχνά

  • "Οι οικογένειες με δύο σταδιοδρομίες δεν είναι πλέον ασυνήθιστες"
    συνώνυμο:
  • ασυνήθιστος

Examples of using

I didn't see anything unusual.
Δεν είδα τίποτα ασυνήθιστο.
Something unusual happened last night.
Κάτι ασυνήθιστο συνέβη χθες το βράδυ.
This is unusual.
Αυτό είναι ασυνήθιστο.