Translation meaning & definition of the word "unused" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αχρησιμοποίητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unused
[Αχρησιμοποίητοσ]/ənjuzd/
adjective
1. Not yet used or soiled
- "A fresh shirt"
- "A fresh sheet of paper"
- "An unused envelope"
- synonym:
- fresh ,
- unused
1. Δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή λερωθεί ακόμα
- "Φρέσκο πουκάμισο"
- "Ένα φρέσκο φύλλο χαρτιού"
- "Ένας αχρησιμοποίητος φάκελος"
- συνώνυμο:
- φρέσκο ,
- αχρησιμοποίητο
2. Not yet put into use
- "We bought an unused car for a change"
- synonym:
- unused
2. Δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί
- "Αγοράσαμε ένα αχρησιμοποίητο αυτοκίνητο για μια αλλαγή"
- συνώνυμο:
- αχρησιμοποίητο
3. Not in active use
- "The machinery sat idle during the strike"
- "Idle hands"
- synonym:
- idle ,
- unused
3. Όχι σε ενεργή χρήση
- "Τα μηχανήματα έμειναν αδρανή κατά τη διάρκεια της απεργίας"
- "Αδρανή χέρια"
- συνώνυμο:
- αδρανής ,
- αχρησιμοποίητο
4. Infrequently exposed to
- "Feet unused to shoes"
- synonym:
- unused
4. Σπάνια εκτίθεται σε
- "Αχρησιμοποίητα παπούτσια"
- συνώνυμο:
- αχρησιμοποίητο
Examples of using
She loves me; she has grown unused to her former state of life.
Με αγαπάει, έχει αχρησιμοποιηθεί στην προηγούμενη κατάσταση της ζωής της.