Translation meaning & definition of the word "untrustworthy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναξιόπιστος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Untrustworthy
[Αναξιόπιστοσ]/əntrəstwərði/
adjective
1. Not worthy of trust or belief
- "An untrustworthy person"
- synonym:
- untrustworthy ,
- untrusty
1. Δεν αξίζει εμπιστοσύνη ή πίστη
- "Ένας αναξιόπιστος άνθρωπος"
- συνώνυμο:
- αναξιόπιστος ,
- αναξιόπιστοσ
Examples of using
You're untrustworthy.
Είσαι αναξιόπιστος.
You're untrustworthy.
Είσαι αναξιόπιστος.
You're untrustworthy.
Είσαι αναξιόπιστος.