Translation meaning & definition of the word "untrue" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντιληπτό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Untrue
[Αναληθής]/əntru/
adjective
1. Not according with the facts
- "Unfortunately the statement was simply untrue"
- synonym:
- untrue
1. Όχι σύμφωνα με τα γεγονότα
- "Δυστυχώς, η δήλωση ήταν απλά αναληθής"
- συνώνυμο:
- αναληθές
2. Not true to an obligation or trust
- "Is untrue to his highest opportunity and duty"-bruno laske
- synonym:
- untrue
2. Δεν είναι αληθινό σε μια υποχρέωση ή εμπιστοσύνη
- "Είναι αναληθές για την υψηλότερη ευκαιρία και το καθήκον του"-μπρούνο λάσκε
- συνώνυμο:
- αναληθές
3. Not accurately fitted
- Not level
- "The frame was out of true"
- "Off-level floors and untrue doors and windows"
- synonym:
- out of true ,
- untrue
3. Δεν είναι επακριβώς τοποθετημένο
- Όχι επίπεδο
- "Το πλαίσιο ήταν από αλήθεια"
- "Εκτός επιπέδου πατώματα και αναληθείς πόρτες και παράθυρα"
- συνώνυμο:
- αληθινός ,
- αναληθές
4. (used especially of persons) not dependable in devotion or affection
- Unfaithful
- "A false friend"
- "When lovers prove untrue"
- synonym:
- false ,
- untrue
4. (χρησιμοποιείται ειδικά για πρόσωπα) δεν είναι αξιόπιστη στην αφοσίωση ή την αγάπη
- Άπιστος
- "Ένας ψεύτικος φίλος"
- "Όταν οι εραστές αποδεικνύονται αναληθείς"
- συνώνυμο:
- ψεύτικος ,
- αναληθές