Translation meaning & definition of the word "untrained" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεκπαίδευτος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Untrained
[Ανεκπαίδευτοσ]/əntrend/
adjective
1. Not disciplined or conditioned or made adept by training
- "An untrained voice"
- "Untrained troops"
- "Young minds untrained in the habit of concentration"
- synonym:
- untrained
1. Δεν πειθαρχείται ή εξαρτάται από την εκπαίδευση
- "Μια ανεκπαίδευτη φωνή"
- "Ανεκπαίδευτα στρατεύματα"
- "Νεαρά μυαλά ανεκπαίδευτα στη συνήθεια της συγκέντρωσης"
- συνώνυμο:
- ανεκπαίδευτοσ