Translation meaning & definition of the word "untoward" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προς το παρόν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Untoward
[Ανενόχλητοσ]/əntuɔrd/
adjective
1. Not in keeping with accepted standards of what is right or proper in polite society
- "Was buried with indecent haste"
- "Indecorous behavior"
- "Language unbecoming to a lady"
- "Unseemly to use profanity"
- "Moved to curb their untoward ribaldry"
- synonym:
- indecent ,
- indecorous ,
- unbecoming ,
- uncomely ,
- unseemly ,
- untoward
1. Όχι σύμφωνα με τα αποδεκτά πρότυπα για το τι είναι σωστό ή κατάλληλο στην ευγενική κοινωνία
- "Θαμμένος με άσεμνη βιασύνη"
- "Ανεξίτηλη συμπεριφορά"
- "Γλώσσα που δεν έρχεται σε μια κυρία"
- "Απλά δεν χρησιμοποιεί βέβηλο"
- "Κινήθηκε για να περιορίσει την ανεπιθύμητη ριμπαλντρία τους"
- συνώνυμο:
- άσεμνος ,
- ανεπιθύμητοσ ,
- ανεπιτήδευτοσ ,
- ανεπιθύμητα ,
- ανεπιφύλακτα
2. Contrary to your interests or welfare
- "Adverse circumstances"
- "Made a place for themselves under the most untoward conditions"
- synonym:
- adverse ,
- inauspicious ,
- untoward
2. Σε αντίθεση με τα συμφέροντα ή την ευημερία σας
- "Ανεπιθύμητες περιστάσεις"
- "Κατασκεύασαν μια θέση για τον εαυτό τους υπό τις πιο ανεπιθύμητες συνθήκες"
- συνώνυμο:
- αντίξοοσ ,
- ανυποψίαστοσ ,
- ανεπιτήδευτοσ