Translation meaning & definition of the word "untouched" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοντουζίνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Untouched
[Ανέγγιχτοσ]/əntəʧt/
adjective
1. Still full
- "An untouched cocktail in her hand"
- synonym:
- untouched ,
- untasted
1. Ακόμα γεμάτος
- "Ένα ανέγγιχτο κοκτέιλ στο χέρι της"
- συνώνυμο:
- ανέγγιχτος ,
- ανεπεξέργαστοσ
2. Not influenced or affected
- "Stewed in its petty provincialism untouched by the brisk debates that stirred the old world"- v.l.parrington
- "Unswayed by personal considerations"
- synonym:
- uninfluenced ,
- unswayed ,
- untouched
2. Δεν επηρεάζεται ή επηρεάζεται
- "Περιπλανημένος στον μικροεπαρχιακό του χαρακτήρα ανέγγιχτος από τις ζωηρές συζητήσεις που προκάλεσαν τον παλιό κόσμο" - β.λ.πάρινγκτον
- "Απελευθερωμένος από τις προσωπικές σκέψεις"
- συνώνυμο:
- ανεπηρέαστοσ ,
- απαλλαγμένοσ ,
- ανέγγιχτος
3. Not having come in contact
- synonym:
- untouched
3. Δεν ήρθαμε σε επαφή
- συνώνυμο:
- ανέγγιχτος
4. Emotionally unmoved
- "Always appeared completely unmoved and imperturbable"
- synonym:
- unmoved(p) ,
- unaffected ,
- untouched
4. Συναισθηματικά ασυγκίνητος
- "Πάντα εμφανίστηκε εντελώς ασυγκίνητο και αδιατάρακτο"
- συνώνυμο:
- ασυγκίνητο( ,
- ανεπηρέαστοσ ,
- ανέγγιχτος