Translation meaning & definition of the word "untimely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πρόωρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Untimely
[Ανεπίκαιρα]/əntaɪmli/
adjective
1. Badly timed
- "An ill-timed intervention"
- "You think my intrusion unseasonable"
- "An untimely remark"
- "It was the wrong moment for a joke"
- synonym:
- ill-timed ,
- unseasonable ,
- untimely ,
- wrong
1. Άσχημα χρονομετρημένο
- "Μια κακή παρέμβαση"
- "Νομίζεις ότι η εισβολή μου δεν είναι λογική"
- "Πρόωρη παρατήρηση"
- "Ήταν η λάθος στιγμή για ένα αστείο"
- συνώνυμο:
- απρόσεκτοσ ,
- αλόγιστοσ ,
- πρόωρα ,
- λάθος
2. Uncommonly early or before the expected time
- "Illness led to his premature death"
- "Alcohol brought him to an untimely end"
- synonym:
- premature ,
- untimely
2. Όχι συχνά νωρίς ή πριν από τον αναμενόμενο χρόνο
- "Η ασθένεια οδήγησε στον πρόωρο θάνατό του"
- "Το αλκοόλ τον έφερε σε ένα πρόωρο τέλος"
- συνώνυμο:
- πρόωρος ,
- πρόωρα
adverb
1. Too soon
- In a premature manner
- "I spoke prematurely"
- synonym:
- prematurely ,
- untimely
1. Πολύ σύντομα
- Με πρόωρο τρόπο
- "Μιλούσα πρόωρα"
- συνώνυμο:
- πρόωρα