Translation meaning & definition of the word "untied" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μονωμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Untied
[Untied]/əntaɪd/
adjective
1. Not tied
- synonym:
- untied ,
- unfastened
1. Δεν είναι δεμένο
- συνώνυμο:
- ανεμπόδιστοσ ,
- ανεπαίσθητοσ
2. With laces not tied
- "Teenagers slopping around in unlaced sneakers"
- synonym:
- unlaced ,
- untied
2. Με κορδόνια που δεν είναι δεμένα
- "Δεκατρείς στροφές που κυκλοφορούν σε ανεπιθύμητα πάνινα παπούτσια"
- συνώνυμο:
- ανεμπόδιστοσ
3. Not bound by shackles and chains
- synonym:
- unchained ,
- unfettered ,
- unshackled ,
- untied
3. Δεν δεσμεύεται από δεσμά και αλυσίδες
- συνώνυμο:
- αμετάβλητο ,
- απεριόριστοσ ,
- ασυναγώνιστοσ ,
- ανεμπόδιστοσ