Translation meaning & definition of the word "untidy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοναδικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Untidy
[Ατάραχοσ]/əntaɪdi/
adjective
1. Not neat and tidy
- "Careless and untidy in her personal habits"
- "An untidy living room"
- "Untidy and casual about money"
- synonym:
- untidy
1. Όχι τακτοποιημένο και τακτοποιημένο
- "Απρόσεκτη και ακατάστατη στις προσωπικές της συνήθειες"
- "Ένα ακατάστατο σαλόνι"
- "Μοναδικό και απλό για τα χρήματα"
- συνώνυμο:
- ακατάστατοσ
Examples of using
My room is very untidy. I must put it in order.
Το δωμάτιό μου είναι πολύ ακατάστατο. Πρέπει να το βάλω σε τάξη.