Translation meaning & definition of the word "unswayed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "απρόσβλητη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unswayed
[Απαλλαγμένοσ]/ənswed/
adjective
1. Not influenced or affected
- "Stewed in its petty provincialism untouched by the brisk debates that stirred the old world"- v.l.parrington
- "Unswayed by personal considerations"
- synonym:
- uninfluenced ,
- unswayed ,
- untouched
1. Δεν επηρεάζεται ή επηρεάζεται
- "Περιπλανημένος στον μικροεπαρχιακό του χαρακτήρα ανέγγιχτος από τις ζωηρές συζητήσεις που προκάλεσαν τον παλιό κόσμο" - β.λ.πάρινγκτον
- "Απελευθερωμένος από τις προσωπικές σκέψεις"
- συνώνυμο:
- ανεπηρέαστοσ ,
- απαλλαγμένοσ ,
- ανέγγιχτος
Examples of using
This e-zine is for those who, unswayed by the cajolery of the modern language industry, firmly trust that the traditional learning method of grammatical analysis is the way to go.
Αυτό το ηλεκτρονικό κρασί είναι για όσους, χωρίς επιρροή από το καταφύγιο της σύγχρονης γλωσσικής βιομηχανίας, εμπιστεύονται ότι η παραδοσιακή μέθοδος.