Translation meaning & definition of the word "unsure" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοναξιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unsure
[Ασαφής]/ənʃʊr/
adjective
1. Lacking self-confidence
- "Stood in the doorway diffident and abashed"
- "Problems that call for bold not timid responses"
- "A very unsure young man"
- synonym:
- diffident ,
- shy ,
- timid ,
- unsure
1. Έλλειψη αυτοπεποίθησης
- "Καταλάβαινε στην πόρτα πολύ διαφορετική και αμφίβολη"
- "Προβλήματα που απαιτούν τολμηρές και όχι δειλές απαντήσεις"
- "Ένας πολύ αβέβαιος νεαρός"
- συνώνυμο:
- διαφορετικόσ ,
- ντροπαλός ,
- δειλόσ ,
- αβέβαιος
2. Lacking or indicating lack of confidence or assurance
- "Uncertain of his convictions"
- "Unsure of himself and his future"
- "Moving with uncertain (or unsure) steps"
- "An uncertain smile"
- "Touched the ornaments with uncertain fingers"
- synonym:
- uncertain ,
- unsure ,
- incertain
2. Έλλειψη ή ένδειξη έλλειψης εμπιστοσύνης ή διαβεβαίωσης
- "Βέβαιος για τις πεποιθήσεις του"
- "Απαλλαγή από τον εαυτό του και το μέλλον του"
- "Κίνηση με αβέβαια (ή ανυπέρβλητα βήματα"
- "Ένα αβέβαιο χαμόγελο"
- "Άγγιξε τα στολίδια με αβέβαια δάχτυλα"
- συνώνυμο:
- αβέβαιος ,
- αναποφάσιστοσ