Translation meaning & definition of the word "unsuitable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακατάλληλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unsuitable
[Ακατάλληλοσ]/ənsutəbəl/
adjective
1. Not meant or adapted for a particular purpose
- "A solvent unsuitable for use on wood surfaces"
- synonym:
- unsuitable
1. Δεν εννοείται ή προσαρμόζεται για συγκεκριμένο σκοπό
- "Ένας διαλύτης ακατάλληλος για χρήση σε ξύλινες επιφάνειες"
- συνώνυμο:
- ακατάλληλος
2. Not capable of being applied
- "Rules inapplicable to day students"
- synonym:
- inapplicable ,
- unsuitable
2. Δεν είναι ικανό να εφαρμοστεί
- "Κανόνες ανεφάρμοστοι στους ημερήσιους μαθητές"
- συνώνυμο:
- ανεφάρμοστοσ ,
- ακατάλληλος
3. Not conducive to good moral development
- "The movie is unsuitable for children"
- synonym:
- unsuitable
3. Δεν ευνοεί την καλή ηθική ανάπτυξη
- "Η ταινία είναι ακατάλληλη για παιδιά"
- συνώνυμο:
- ακατάλληλος
4. Not worthy of being chosen (especially as a spouse)
- synonym:
- undesirable ,
- unsuitable
4. Δεν αξίζει να επιλεγεί (ειδικά ως σύζυγος)
- συνώνυμο:
- ανεπιθύμητος ,
- ακατάλληλος