Translation meaning & definition of the word "unsuccessfully" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεπιτυχώς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unsuccessfully
[Ανεπιτυχώς]/ənsəksɛsfəli/
adverb
1. Without success
- "She tried unsuccessfully to persuade him to buy a new car"
- synonym:
- unsuccessfully
1. Χωρίς επιτυχία
- "Προσπάθησε ανεπιτυχώς να τον πείσει να αγοράσει ένα νέο αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- ανεπιτυχώς