Translation meaning & definition of the word "unsteady" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασταθής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unsteady
[Ασταθήσ]/ənstɛdi/
adjective
1. Subject to change or variation
- "Her unsteady walk"
- "His hand was unsteady as he poured the wine"
- "An unsteady voice"
- synonym:
- unsteady
1. Υπόκειται σε αλλαγή ή παραλλαγή
- "Το ασταθές περπάτημα"
- "Το χέρι του ήταν ασταθές καθώς έριχνε το κρασί"
- "Μια ασταθής φωνή"
- συνώνυμο:
- ασταθής
2. Not firmly or solidly positioned
- "Climbing carefully up the unsteady ladder"
- "An unfirm stance"
- synonym:
- unfirm ,
- unsteady
2. Όχι σταθερά ή σταθερά τοποθετημένος
- "Ανεβαίνοντας προσεκτικά την ασταθή σκάλα"
- "Μια αβάσιμη στάση"
- συνώνυμο:
- ανίκανοσ ,
- ασταθής
Examples of using
I drank too much and was unsteady on my feet.
Ήπια πολύ και ήμουν ασταθής στα πόδια μου.
I observed that his hands were unsteady.
Παρατήρησα ότι τα χέρια του ήταν ασταθή.