Translation meaning & definition of the word "unstable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασταθής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unstable
[Ασταθής]/ənstebəl/
adjective
1. Lacking stability or fixity or firmness
- "Unstable political conditions"
- "The tower proved to be unstable in the high wind"
- "An unstable world economy"
- synonym:
- unstable
1. Έλλειψη σταθερότητας ή σταθερότητας ή σταθερότητας
- "Ασταθείς πολιτικές συνθήκες"
- "Ο πύργος αποδείχθηκε ασταθής στον ψηλό άνεμο"
- "Μια ασταθής παγκόσμια οικονομία"
- συνώνυμο:
- ασταθής
2. Highly or violently reactive
- "Sensitive and highly unstable compounds"
- synonym:
- unstable
2. Εξαιρετικά ή βίαια αντιδραστική
- "Ευαίσθητες και εξαιρετικά ασταθείς ενώσεις"
- συνώνυμο:
- ασταθής
3. Affording no ease or reassurance
- "A precarious truce"
- synonym:
- precarious ,
- unstable
3. Δεν παρέχουν καμία ευκολία ή καθησυχασμό
- "Επισφαλής ανακωχή"
- συνώνυμο:
- επισφαλής ,
- ασταθής
4. Suffering from severe mental illness
- "Of unsound mind"
- synonym:
- mentally ill ,
- unsound ,
- unstable
4. Πάσχουν από σοβαρή ψυχική ασθένεια
- "Απερίσκεπτο μυαλό"
- συνώνυμο:
- ψυχικά άρρωστος ,
- ανεπιθύμητοσ ,
- ασταθής
5. Disposed to psychological variability
- "His rather unstable religious convictions"
- synonym:
- unstable
5. Απορρίπτεται στην ψυχολογική μεταβλητότητα
- "Είναι μάλλον ασταθείς θρησκευτικές πεποιθήσεις"
- συνώνυμο:
- ασταθής
6. Subject to change
- Variable
- "A fluid situation fraught with uncertainty"
- "Everything was unstable following the coup"
- synonym:
- fluid ,
- unstable
6. Υπόκειται σε αλλαγή
- Μεταβλητός
- "Μια ρευστή κατάσταση γεμάτη αβεβαιότητα"
- "Όλα ήταν ασταθή μετά το πραξικόπημα"
- συνώνυμο:
- υγρό ,
- ασταθής
Examples of using
Fortune is unstable, while our will is free.
Η τύχη είναι ασταθής, ενώ η θέλησή μας είναι ελεύθερη.