Translation meaning & definition of the word "unsophisticated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεξερεύνητη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unsophisticated
[Ανεξερεύνητοσ]/ənsəfɪstɪketɪd/
adjective
1. Not wise in the ways of the world
- "Either too unsophisticated or too honest to promise more than he could deliver"
- "This helplessly unworldly woman"- kate o'brien
- synonym:
- unsophisticated ,
- unworldly
1. Δεν είναι σοφός με τους τρόπους του κόσμου
- "Είτε πολύ ανεπιτήδευτος είτε πολύ ειλικρινής για να υποσχεθεί περισσότερα από όσα θα μπορούσε να προσφέρει"
- "Αυτή η αβοήθητη απόκοσμη γυναίκα" - κέιτ ο'μπράιεν
- συνώνυμο:
- ανεπανάληπτοσ ,
- απόκοσμα
2. Lacking complexity
- "Small and uncomplicated cars for those really interested in motoring"
- "An unsophisticated machine"
- synonym:
- uncomplicated ,
- unsophisticated
2. Έλλειψη πολυπλοκότητας
- "Μικρά και απλά αυτοκίνητα για όσους πραγματικά ενδιαφέρονται για την αυτοκίνηση"
- "Μια μη επανδρωμένη μηχανή"
- συνώνυμο:
- απλούσ ,
- ανεπανάληπτοσ
3. Awkwardly simple and provincial
- "Bumpkinly country boys"
- "Rustic farmers"
- "A hick town"
- "The nightlife of montmartre awed the unsophisticated tourists"
- synonym:
- bumpkinly ,
- hick ,
- rustic ,
- unsophisticated
3. Αδέξια απλό και επαρχιακό
- "Αγόρια της επαρχίας"
- "Εκπαιδευτικοί αγρότες"
- "Μια πόλη που περνάει"
- "Η νυχτερινή ζωή της μονμάρτρης ξύπνησε τους ανεξερεύνητους τουρίστες"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ ,
- πανούργοσ ,
- ρουστίκ ,
- ανεπανάληπτοσ