Translation meaning & definition of the word "unskilled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανειδίκευτος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unskilled
[Ανειδίκευτοσ]/ənskɪld/
adjective
1. Not having or showing or requiring special skill or proficiency
- "Unskilled in the art of rhetoric"
- "An enthusiastic but unskillful mountain climber"
- "Unskilled labor"
- "Workers in unskilled occupations are finding fewer and fewer job opportunities"
- "Unskilled workmanship"
- synonym:
- unskilled
1. Δεν έχουν ή δείχνουν ή απαιτούν ειδική ικανότητα ή επάρκεια
- "Ανειδίκευτοι στην τέχνη της ρητορικής"
- "Ένας ενθουσιώδης αλλά ανεξέλεγκτος ορειβάτης"
- "Ανειδίκευτη εργασία"
- "Οι εργαζόμενοι σε ανειδίκευτα επαγγέλματα βρίσκουν όλο και λιγότερες ευκαιρίες απασχόλησης"
- "Ανειδίκευτη κατασκευή"
- συνώνυμο:
- ανειδίκευτοσ
2. Lacking professional skill or expertise
- "A very amateurish job"
- "Inexpert but conscientious efforts"
- "An unskilled painting"
- synonym:
- amateurish ,
- amateur ,
- inexpert ,
- unskilled
2. Έλλειψη επαγγελματικής ικανότητας ή εμπειρίας
- "Μια πολύ ερασιτεχνική δουλειά"
- "Άνεξτες αλλά ευσυνείδητες προσπάθειες"
- "Ανειδίκευτος πίνακας"
- συνώνυμο:
- ερασιτεχνικόσ ,
- ερασιτέχνης ,
- άπειρος ,
- ανειδίκευτοσ
3. Not doing a good job
- "Incompetent at chess"
- synonym:
- incompetent ,
- unskilled
3. Δεν κάνει καλή δουλειά
- "Ανίκανος στο σκάκι"
- συνώνυμο:
- ανίκανοσ ,
- ανειδίκευτοσ