Translation meaning & definition of the word "unsettled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανενόχλητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unsettled
[Ανήσυχοσ]/ənsɛtəld/
adjective
1. Still in doubt
- "An unsettled issue"
- "An unsettled state of mind"
- synonym:
- unsettled
1. Ακόμα σε αμφιβολία
- "Ένα ανησυχητικό ζήτημα"
- "Μια ανήσυχη κατάσταση του μυαλού"
- συνώνυμο:
- ανήσυχοσ
2. Not settled or established
- "An unsettled lifestyle"
- synonym:
- unsettled
2. Δεν έχει εγκατασταθεί ή εγκατασταθεί
- "Ένας ανήσυχος τρόπος ζωής"
- συνώνυμο:
- ανήσυχοσ
3. Subject to change
- "A changeable climate"
- "The weather is uncertain"
- "Unsettled weather with rain and hail and sunshine coming one right after the other"
- synonym:
- changeable ,
- uncertain ,
- unsettled
3. Υπόκειται σε αλλαγή
- "Μεταβλητό κλίμα"
- "Ο καιρός είναι αβέβαιος"
- "Ανήσυχος καιρός με βροχή και χαλάζι και ηλιοφάνεια που έρχεται το ένα αμέσως μετά το άλλο"
- συνώνυμο:
- μεταβλητόσ ,
- αβέβαιος ,
- ανήσυχοσ
4. Not yet settled
- "Unsettled territory"
- synonym:
- unsettled
4. Δεν έχει ακόμη εγκατασταθεί
- "Αναστατωμένη περιοχή"
- συνώνυμο:
- ανήσυχοσ
Examples of using
We shouldn't leave the matter unsettled.
Δεν πρέπει να αφήσουμε το θέμα ανήσυχο.