Translation meaning & definition of the word "unscrupulous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδίστακτος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unscrupulous
[Ασυνείδητοσ]/ənskrupjələs/
adjective
1. Without scruples or principles
- "Unscrupulous politicos who would be happy to sell...their country in order to gain power"
- synonym:
- unscrupulous
1. Χωρίς αρχές ή αποφάσεις
- "Αδίστακτοι πολιτικοί που θα χαρούν να πουλήσουν τη χώρα τους για να αποκτήσουν εξουσία"
- συνώνυμο:
- αδίστακτοσ