Translation meaning & definition of the word "unscathed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ανεξάρτητη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unscathed
[Αποσυνδεδεμένο]/ənskeðd/
adjective
1. Not injured
- synonym:
- unharmed ,
- unhurt ,
- unscathed ,
- whole
1. Δεν τραυματίστηκε
- συνώνυμο:
- ανεμπόδιστοσ ,
- αποσυνδέω ,
- αποσυνδεδεμένη ,
- σύνολο