Translation meaning & definition of the word "unsavory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναβαθμίσεις" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unsavory
[Ανούσιοσ]/ənsevəri/
adjective
1. Morally offensive
- "An unsavory reputation"
- "An unsavory scandal"
- synonym:
- unsavory ,
- unsavoury ,
- offensive
1. Ηθικά προσβλητική
- "Μια αντιαισθητική φήμη"
- "Ένα αντιφατικό σκάνδαλο"
- συνώνυμο:
- αναποφάσιστοσ ,
- αναβλαβήσ ,
- επιθετικός
2. Not pleasing in odor or taste
- synonym:
- distasteful ,
- unsavory ,
- unsavoury
2. Δεν είναι ευχάριστο στην οσμή ή τη γεύση
- συνώνυμο:
- αηδιαστικός ,
- αναποφάσιστοσ ,
- αναβλαβήσ