Translation meaning & definition of the word "unsaturated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακόρεστο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unsaturated
[Ακόρεστα]/ənsæʧəretɪd/
adjective
1. Not saturated
- Capable of dissolving more of a substance at a given temperature
- "An unsaturated salt solution"
- synonym:
- unsaturated
1. Δεν είναι κορεσμένο
- Ικανή να διαλύσει περισσότερο μια ουσία σε μια δεδομένη θερμοκρασία
- "Ακόρεστο διάλυμα αλατιού"
- συνώνυμο:
- ακόρεστα
2. Used of a compound (especially of carbon) containing atoms sharing more than one valence bond
- "Unsaturated fats"
- synonym:
- unsaturated
2. Χρησιμοποιείται από μια ένωση (ειδικά από άτομα που περιέχουν άτομα που μοιράζονται περισσότερους από ένα δεσμούς σθένους
- "Ακόρεστα λίπη"
- συνώνυμο:
- ακόρεστα
3. (of color) not chromatically pure
- Diluted
- "An unsaturated red"
- synonym:
- unsaturated
3. ( του χρώματος) δεν χρωματικά καθαρό
- Αραιωμένο
- "Ακόρεστο κόκκινο"
- συνώνυμο:
- ακόρεστα