Translation meaning & definition of the word "unsatisfied" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανικανοποίητος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unsatisfied
[Ανικανοποίητοσ]/ənsætɪsfaɪd/
adjective
1. Not having been satisfied
- synonym:
- unsated ,
- unsatiated ,
- unsatisfied
1. Δεν είχα ικανοποιηθεί
- συνώνυμο:
- ανεπιθύμητοσ ,
- ακόρεστοσ ,
- ανικανοποίητοσ
2. Worried and uneasy
- synonym:
- restless ,
- ungratified ,
- unsatisfied
2. Ανήσυχος και ανήσυχος
- συνώνυμο:
- ανήσυχος ,
- αδικαιολόγητοσ ,
- ανικανοποίητοσ
Examples of using
He is unsatisfied with the result.
Δεν είναι ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα.