Translation meaning & definition of the word "unsatisfactory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μη ικανοποιητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unsatisfactory
[Ανικανοποίητοσ]/ənsətɪsfæktəri/
adjective
1. Not giving satisfaction
- "Shops should take back unsatisfactory goods"
- "Her performance proved to be unsatisfactory"
- "Life is becoming increasingly unsatifactory"
- "Our discussion was very unsatisfactory"
- synonym:
- unsatisfactory
1. Δεν δίνει ικανοποίηση
- "Τα καταστήματα θα πρέπει να λαμβάνουν πίσω μη ικανοποιητικά αγαθά"
- "Η απόδοσή της αποδείχθηκε μη ικανοποιητική"
- "Η ζωή γίνεται όλο και πιο αντιφατική"
- "Η συζήτησή μας ήταν πολύ μη ικανοποιητική"
- συνώνυμο:
- μη ικανοποιητικό