Translation meaning & definition of the word "unrivaled" into Greek language
Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "ασυναγώνιστος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unrivaled
[Ασυναγώνιστοσ]/ənraɪvəld/
adjective
1. Eminent beyond or above comparison
- "Matchless beauty"
- "The team's nonpareil center fielder"
- "She's one girl in a million"
- "The one and only muhammad ali"
- "A peerless scholar"
- "Infamy unmatched in the western world"
- "Wrote with unmatchable clarity"
- "Unrivaled mastery of her art"
- synonym:
- matchless ,
- nonpareil ,
- one(a) ,
- one and only(a) ,
- peerless ,
- unmatched ,
- unmatchable ,
- unrivaled ,
- unrivalled
1. Εξέχουσα πέρα από ή πάνω από τη σύγκριση
- "Απαράμιλλη ομορφιά"
- "Ο κεντρικός παίκτης της ομάδας εκτός παρεΐλ"
- "Είναι ένα κορίτσι στο εκατομμύριο"
- "Ο ένας και μοναδικός μοχάμεντ άλι"
- "Ένας απαράμιλλος λόγιος"
- "Άβουλος απαράμιλλος στον δυτικό κόσμο"
- "Έγραψε με απαράμιλλη σαφήνεια"
- "Ασυναγώνιστη μαεστρία της τέχνης της"
- συνώνυμο:
- απαράμιλλοσ ,
- μη παρεϊλ ,
- ένα (α) ,
- ένα και μοναδικό(α) ,
- απαράμιλλος ,
- αταίριαστο ,
- ασυναγώνιστοσ